- στερρῶνυξ
- στερρῶνυξ, ῠχος, ὁ, ἡ,A with strong claws, Hdn.Epim.204.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
στερρώνυξ — ώνυχος, ὁ, ἡ, Α αυτός που έχει γερά νύχια. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερρός άλλος τ. τού στερεός + ωνυξ (< ὄνυξ, ὄνυχος), πρβλ. γαμψ ώνυξ. Το ω τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] … Dictionary of Greek